ξεχειλώ

ξεχειλώ
-άω
βλ. ξεχειλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”